- κατονομάζω
- (ΑΜ κατονομάζω)νεοελλ.1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλωμσν.-αρχ.δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ Ποσειδώνιος τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», Στράβ.)αρχ.παθ. κατονομάζομαια) (για αριθμούς) είμαι εκφρασμένος με επιστημονικούς όρουςβ) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῑκα τῷ βασιλεῑ κατωνομασμένην», Πολ.)γ) αφιερώνομαι στον θεόδ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ κατωνομασμένατα αναφερθέντα.
Dictionary of Greek. 2013.